προδιαζωγραφώ

προδιαζωγραφώ
-έω, Α
ζωγραφίζω, απεικονίζω, αναπαριστώ εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διαζωγραφῶ «ζωγραφίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”